Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ


Τα δεκατέσσερα παιδιά
                        Νικηφόρος Βρεττάκος

«…Εν αρχη ην η αγάπη…» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!…»
Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να ‘θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: «… Ό,τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα…». Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό –
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.
Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ’ αδιάβροχο σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σαν να ‘ταν κάποιον απάνω σου και να σ’ έκρινε
για τ’ άδεια σου χέρια. Σαν να ‘φταιγες μάλιστα,
σ’ όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ’ αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη. […]»

και η μελωδική απόδοση του ποιήματος στον παρακάτω σύνδεσμο:
 https://www.youtube.com/watch?v=pxdCSUdJWBA

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Χ   Ρ   Ι   Σ   Τ   Ο   Σ       Α   Ν   Ε   Σ   Τ   Η 


Ανάσταση 
Η Ανάσταση. Και γέμισε χαρά,
λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
Κι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.
Ανάσταση. Τα σήμαντρα χτυπούν.
Κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν᾿ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
“Χριστός Ανέστη ετούτη την ημέρα”.
Στέλιος Σπεράντσας (Σμύρνη 1888 – Αθήνα 1962)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Μ Ε Γ Α Λ Η   Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η


(Θεοτοκόπουλος-Αποκαθήλωση)
 
Ὦ γλυκύ μου ἔαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
ποῡ ἔδυ σου τό κάλλος;

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Η κυρά Σαρακοστή


         Ένα έθιμο που έχει σχεδόν χαθεί είναι αυτό της Κυρά Σαρακοστής. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο ημερολόγιο με το οποίο μετρούσαν τις εβδομάδες της νηστείας (Σαρακοστής).
          Η κυρά Σαρακοστή στις περισσότερες περιοχές ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά. Απεικόνιζε μια γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, λόγω προσευχής, σαν καλόγρια, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με εφτά πόδια που αναπαριστούσαν τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν ένα πόδι και έτσι ήξεραν πόσες βδομάδες νηστείας απέμεναν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο, έκοβαν και το τελευταίο πόδι.
          Αυτό το κομμάτι χαρτί το δίπλωναν καλά και το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο. Τοποθετούσαν το σύκο αυτό μαζί με άλλα, και σε όποιον το έβρισκε θεωρούνταν ότι του έφερνε γούρι.
Σε άλλα μέρη της Ελλάδας η Κυρά Σαρακοστή δεν ήταν φτιαγμένη από χαρτί, αλλά από ζυμάρι. Το ζυμάρι φτιαχνόταν με αλεύρι, αλάτι και νερό. Η διαδικασία ήταν κι εδώ η ίδια όπως και με την χάρτινη. Μια παραλλαγή του εθίμου της Κυράς Σαρακοστής είναι φτιαγμένη από πανί και γεμισμένη με πούπουλα.
Για την Κυρά Σαρακοστή έχουν γραφτεί και οι εξής στίχοι:
Την Κυρά Σαρακοστή που ‘ναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας την φτιάχναν με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι έναν σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν γιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες της μετρούσαν με τα πόδια της τα επτά.
Έκοβαν ένα την βδομάδα μέχρι ‘νάρθει η Πασχαλιά.