Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

                                                         21 ΜΑΡΤΙΟΥ

   ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ



                        Εμπνευστής ο Έλληνας ποιητής Μιχαήλ Μήτρας.
       Το Φθινόπωρο του 1997 έκανε πρόταση στην Εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων για τον εορτασμό της ποίησης αυτή την ημέρα , καθώς  η ημέρα αυτή της εαρινής ισημερίας συνδυάζει από τη μία το φως και από την άλλη το σκοτάδι, όπως η ποίηση συνδυάζει το φωτεινό πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους.
       Το 1998 ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε να ανακηρυχθεί η ημέρα αυτή ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης , πράγμα που αποφασίστηκε τον Οκτώβριο του 1999. 



Ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στο όνειρο.
                                                                                                    Τάσος Λειβαδίτης
                                           Αν δε μου 'δινες την ποίηση, Κύριε


Αν δε μου 'δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα 'χα τίποτα για να ζήσω
αυτά τα χωράφια δε θα 'ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,

να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο,

η έρημος μου λαό,

τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες

τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται
Ωστόσο
Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις
γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: Η ΕΚΛΟΓΗ ΜΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1933-1991



Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο




Φθινόπωρο ήσυχο, αφηρημένο 
– τα φύλλα θα ’λεγες πέφτουν από μιαν άλλη ζωή
 και μόνο τα χρυσάνθεμα επιμένουν, σαν τις πλάνες μας. 
Είμαι μόνος, η κάμαρα άδεια 

και δεν έχω παρά ένα μοναδικό στόμα

……………για τόσα χαμένα πράγματα.

                                                                Τάσος Λειβαδίτης

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Α  Ν  Ο  Ι  Ξ  Η



Θ' αφήσω
τη λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ' ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.

Θα τινάξω απ' τους ώμους μου
τη χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι
απ΄τα φτερά τους.

΄Ετσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω
κάτω απ' τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω 
το πάμφωτο τζάμι του έαρος.

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016


Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ




Το χιόνι (Κώστας Καρυωτάκης)
Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.
Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
Έλα μέσα κοριτσάκι,
το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!


χειμώνας ο [ximónas] Ο2 : 1α.(αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο φθινόπωρο και στην άνοιξη, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Mαρτίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο, Iανουάριο και Φεβρουάριο. β. η πιο ψυχρή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το καλοκαίρι: Ο ~ φέτος ήταν βαρύς / δριμύς / μακρύς / ατέλειωτος / ελαφρός / ήπιος / γλυκός / σύντομος. Πέρυσι πέρασα το χειμώνα μου στο χωριό. Είναι ο δεύτερος ~ που περνώ στην πόλη. Οι μακριές νύχτες του χειμώνα. Σε λίγο θα μπει / θα έρθει ο ~, θα αρχίσει. Έφυγε πριν βγει / πριν φύγει ο ~,πριν τελειώσει. Mας έπιασε / πλάκωσε ο ~. Mέσα στην καρδιά* του χειμώνα, το καταχείμωνο. (ευχή) καλό χειμώ να. || ψυχρός καιρός, κακοκαιρία σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έπιασε / μας έπιασε ~. γ. κατά τη διάρκεια του χειμώνα: Θα ξανάρθω το χειμώνα. (έκφρ.) χειμώνα καλοκαίρι, συνέχεια, όλο το χρόνο. χειμώνα καιρό*. ΠAΡ Aπό Mάρτη* καλοκαίρι κι από Aύγουστο χειμώνα. || Πυρηνικός* ~. 2. (μτφ., λογοτ.) α. ο ~ της ζωής, η γεροντική ηλικία. β. ως σύμβολο της θλίψης: Mπήκε ~ στην ψυχή μου. 
[μσν. χειμώνας < αρχ. χειμών, αιτ. -ῶνα]  ( Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας) 

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Κ Α Λ Ο       Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι


                    Γιάννης Ρίτσος, «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού»

“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,
τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,
σκοινιά, καράβια και φανάρια,
γλάροι, καθρέφτες και καρποί-
τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.

Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,
μύρια ποτήρια του νερού
φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα
στο περιγιάλι αστράφτουνε.

 Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,
κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ


Τα δεκατέσσερα παιδιά
                        Νικηφόρος Βρεττάκος

«…Εν αρχη ην η αγάπη…» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!…»
Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να ‘θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: «… Ό,τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα…». Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό –
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.
Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ’ αδιάβροχο σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σαν να ‘ταν κάποιον απάνω σου και να σ’ έκρινε
για τ’ άδεια σου χέρια. Σαν να ‘φταιγες μάλιστα,
σ’ όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ’ αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη. […]»

και η μελωδική απόδοση του ποιήματος στον παρακάτω σύνδεσμο:
 https://www.youtube.com/watch?v=pxdCSUdJWBA